- αναλώσιμος
- ος , ον подлежащий потреблению, расходованию; могущий быть потреблённым, расходуемым, потребляемый, расходуемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναλώσιμος — η, ο (Μ ἀναλώσιμος, ον) [ἀναλῶ Ι] νεοελλ. αυτός που ξοδεύεται, που μπορεί να ξοδευτεί μσν. αυτός που μπορεί να καταργηθεί ή να αλλάξει … Dictionary of Greek
αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν … Dictionary of Greek